- κασίδης
- και κασσσίδης και κατσίδης, ο θηλ. κασ(σ)ίδισσα και κασ(σ)ιδού1. αυτός που πάσχει από κασίδα, κασιδιάρης2. συνεκδ. φαλακρός3. μτφ. ψωροπερήφανος, ακατάδεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασίδα + κατάλ. -ης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Alonissos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) DEC … Deutsch Wikipedia
Alonnisos — Gemeinde Alonnisos Δήμος Αλοννήσου (Αλόννησος) … Deutsch Wikipedia
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
κατσίδης — ο βλ. κασίδης … Dictionary of Greek